Ελβετοί επιστήμονες ανέπτυξαν μια μέθοδο απόδειξης της αρχής για τη συλλογή περιβαλλοντικού DNA (eDNA) από τις ψηλές φυλλωσιές των δασών, έναν οικότοπο που δεν έχει ερευνηθεί έως τώρα επαρκώς. Αντί να προσλάβουν ειδικευμένους ορειβάτες που με κίνδυνο της ζωής τους θα συνέλεγαν DNA εντόμων και πουλιών , η ομάδα χρησιμοποίησε ένα drone συλλογής δείγματος στα δέντρα για να λάβει γενετικό υλικό – δίνοντάς τους μια πιο σαφή εικόνα της βιοποικιλότητας της περιοχής.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα τετρακόπτερο εξοπλισμένο με ένα κολλώδες κλουβί συλλογής. Επειδή όμως τα κλαδιά των δέντρων μπορούν να λυγίσουν με το παραμικρό άγγιγμα – και το drone πρέπει να αγγίξει τα κλαδιά για να συλλέξει DNA – διαθέτει ένα σύστημα ελέγχου βασισμένο στην απτική λειτουργία, το οποίο χρησιμοποιεί αισθητήρες δύναμης για τη μέτρηση της πίεσης μεταξύ του drone και του κλαδιού. Στη συνέχεια, προσαρμόζει ανάλογα την προσγείωσή του, ακουμπώντας στο κλαδί αρκετά απαλά ώστε να μην χάνεται πολύτιμο υλικό στο έδαφος.
Στη συνέχεια, ο κλωβός του drone πιάνει τα δείγματα με μια κολλώδη επιφάνεια από “αυτοκόλλητη ταινία και μια βαμβακερή γάζα που περιέχει ένα διάλυμα νερού και ζάχαρης χωρίς DNA”. Ο κλωβός περνάει περίπου 10 δευτερόλεπτα ακουμπώντας σε κάθε κλαδί συλλέγοντας eDNA πριν επιστρέψει στη βάση του, όπου οι επιστήμονες λαμβάνουν τα δείγματα και τα στέλνουν στο εργαστήριο. Το drone του πειράματος συνέλεξε με επιτυχία αρκετό γενετικό υλικό για την ταυτοποίηση 21 κατηγοριών ζώων, από έντομα και θηλαστικά μέχρι πτηνά και αμφίβια.

Ωστόσο, οι επιστήμονες ξεκαθαρίζουν ότι πρόκειται για έργο σε εξέλιξη. Για παράδειγμα, την τελευταία ημέρα έρευνας, η ομάδα παρατήρησε πτώση στην ανίχνευση eDNA λόγω της βροχόπτωσης το προηγούμενο βράδυ – γεγονός που υποδηλώνει ότι η μέθοδος τους υποδεικνύει μόνο ποια πλάσματα επισκέφθηκαν τα δέντρα από την τελευταία βροχόπτωση. Επιπλέον, παρατήρησαν ανεξήγητες διαφορές στις επιδόσεις των δύο συλλεκτών τους, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περισσότερη έρευνα σχετικά με τις παραλλαγές του εξοπλισμού.
Οι ερευνητές ελπίζουν ότι το έργο τους θα καταστήσει ευκολότερο και φθηνότερο για τους περιβαλλοντικούς βιολόγους να μάθουν ποια ζώα ζουν σε μερικά από τα πιο δυσπρόσιτα μέρη. Η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε τελικά να βοηθήσει την επιστημονική κοινότητα να κατανοήσει πώς οι περιβαλλοντικές αλλαγές επηρεάζουν τη βιοποικιλότητα, βοηθώντας ίσως στον εντοπισμό απειλούμενων ή ευάλωτων ειδών πριν να είναι πολύ αργά.