Μετά το Lamb (2021) και το Men (2022) η Α24 συνεχίζει την παράδοση των ατμοσφαιρικών ταινιών που διαδραματίζονται σε ερημικές τοποθεσίες, όπου οι άνθρωποι είναι λίγοι και οι σχέσεις μεταξύ τους δυσλειτουργικές. Συναντά τη σκηνοθεσια της Joanna Hogg, γνωστής από τη διλογία της με τίτλο The Souvenir, στην οποία εξερευνά παρόμοια μονοπάτια, αυτή τη φορά σε μια ταινία με τίτλο The Eternal Daughter.
Δυο γυναίκες καταφθάνουν μεσάνυχτα σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο της Ουαλικής επαρχίας. Πρόκειται για τη Julie (Tilda Swinton), μια σκηνοθέτιδα που αναζητά την έμπνευση για την επόμενη ταινία της και τη Rosalind (που την υποδύεται η ίδια ηθοποιός), την ηλικιωμένη μητέρα της. Αυτό που στην ουσία θέλει να πετύχει η κόρη, με πρόσχημα τις διακοπές και την ανάπαυση, είναι να καταγράψει τις αναμνήσεις της μητέρας, που τόσο καιρό αποτελούν οικογενειακό μυστήριο. Όμως η απομονωμένη τοποθεσία, η καταχνιά που κυριαρχεί, αλλά η μοναξιά και η απουσία άλλων ανθρώπων, πέρα από το ελάχιστο προσωπικό και τους επισκέπτες του ξενοδοχείου, φέρνουν στην επιφάνεια περισσότερα μυστικά από όσα μπορούν να διαχειριστούν οι δύο γυναίκες.
Ατμοσφαιρικό δράμα με στοιχεία θρίλερ και γοτθικού τρόμου, που όμως δεν επιχειρούν να σε τρομάξουν μέσα από τον παράγοντα του σοκ, αλλά διαπερνώντας το μυαλό σου μέσω άλλων συναισθημάτων. Πιο συγκεκριμένα του αισθήματος ότι πρόκειται να χάσεις κάτι πολύ σημαντικό για εσένα και πρέπει σύντομα να μάθεις να το διαχειρίζεσαι. Η επικείμενη απώλεια μεταμορφώνεται σε τρόμο και κρύβεται σε κάθε τρίξιμο πόρτας, σε κάθε επίμονο ήχο που ακούγεται στη μέση τη νύχτας, στην ομίχλη που σκεπάζει τα πάντα για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.
Η Τilda Swinton αναλαμβάνει για άλλη μια φορά διπλό ρόλο, κάτι που έχει επιχειρήσει και στο παρελθόν με επιτυχία (The Grand Budapest Hotel), όμως εδώ φέρνει εις πέρας με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Υποδύεται τη Julie, η οποία, στην προσπάθειά της να ελέγξει τα πάντα, αφήνει να ξεφύγουν εντελώς από το πεδίο της προσοχής της τα δικά της συναισθήματα, η θλίψη και η απόγνωση. Παλέυει απεγνωσμένα να διαχειριστεί το γεγονός ότι πρέπει κάποια στιγμή να δει τη μητέρα της να φεύγει μπροστά στα μάτια της. Από την άλλη πλευρά, με την ερμηνεία της ως Rosalind δίνει στην ηλικιωμένη γυναίκα μια αίσθηση ανωτερότερότητας, την οποία χρησιμοποιεί για να υπομείνει μια κόρη που κρατιέται από μια κλωστή. Η μητέρα δεσπόζει, θέλοντας και μη, πάνω από την κόρη, ή μάλλον για όσο της επιτρέπει η κόρη και γύρω τους πλέκεται μια ιδιαίτερη σχέση γεμάτη ήρεμη ένταση.
Τα φαντάσματα της οικογένειας παίρνουν σάρκα και οστά μέσα στο οριακά κατοικημένο ξενοδοχείο, στοιχειώνοντάς το και περιμένοντας καρτερικά την κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστούν: την ώρα του φαγητού, κάποιο απόγευμα στην έρημη σάλα ή το βράδυ, όταν όλοι προσπαθούν να κοιμηθούν. Η Hogg «παίζει» ήσυχα με τη σχέση μεταξύ των δύο γυναικών και δημιουργεί μια ιστορία που θυμίζει σε σημεία ακόμα και το The Others του Αmenábar. Χτίζει μια ταινία που δεν έχει ανάγκη από την ένταση της στιγμής ή τα jumpscares, αλλά που χρησιμοποιεί την εκκωφαντική ησυχία με παρόμοιο τρόπο.
Το The Eternal Daughter δεν θα σε σοκάρει για τον τρόμο του, ούτε θα σε κρατήσει ξύπνιο το βράδυ. Θα σε αφήσει όμως με πολλά συναισθήματα και σκέψεις για τις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, τα γηρατειά, την απώλεια, το αναπόφευκτο και το πώς είναι να ζεις χωρίς τους ανθρώπους που αγαπάς.